γρο(ν)θοκοπιέμαι

γρο(ν)θοκοπιέμαι
γρο(ν)θοκοπιέμαι, γρο(ν)θοκοπήθηκα, γρο(ν)θοκοπημένος βλ. πίν. 59
——————
Σημειώσεις:
γρο(ν)θοκοπιέμαι : εκτός από παθητικό του γρο(ν)θοκοπώ, έχει και αλληλοπαθητική αξία (γρο(ν)θοκοπιούνται χτυπάει ο ένας τον άλλο).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”